- πάφυλλας
- οβλ. πάφιλας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάφιλας — και πάφυλλας και πάφ(ι)λος και μπάφιλος, ο 1. τεχνολ. λεπτό έλασμα από ορείχαλκο 2. (κατ επέκτ.) κάθε ορειχάλκινο έλασμα 3. ο ορείχαλκος 4. αντικείμενο με πολύ μικρό πάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τού τουρκ. pafta … Dictionary of Greek